- πίσσας
- πίσσᾱς , πίσσαpitchfem acc plπίσσᾱς , πίσσαpitchfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πίσσας, Βικέντιος — Ιταλός φιλέλληνας. Όταν άρχισε η Επανάσταση ήρθε στην Ελλάδα και πολέμησε στο σώμα των φιλελλήνων. Πήρε μέρος στη μάχη του Χαϊδαριού και διετέλεσε διοικητής του λόχου των φιλελλήνων στη φρουρά της Αθήνας. Αργότερα, επί Ι. Καποδίστρια, διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Πίσσας, Ευστράτιος — (1797 – 1885). Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας. Όταν άρχισε η Επανάσταση, πολέμησε με τον πρώτο τακτικό στρατό, τον oποίο διοργάνωσε στην Καλαμάτα ο Γάλλος φιλέλληνας ταγματάρχης Βαλίστρας. Διακρίθηκε στις… … Dictionary of Greek
πισσουργείο — το / πισσουργεῑον και αττ. τ. πιττουργεῑον, ΝΑ [πισσουργός] τόπος παραγωγής και κατεργασίας τής πίσσας, εργαστήριο όπου γίνεται η παραγωγή και η κατεργασία τής πίσσας («ἔχει δὲ καὶ πιττουργεῑα θαυμαστά», Στράβ.) … Dictionary of Greek
ζώπισσα — η (Α ζώπισσα) νεοελλ. μίγμα πίσσας και κεδρίας που βράζεται, αναμιγνύεται με λίπος και αιθάλη και χρησιμοποιείται για επάλειψη τών ύφαλων μερών τών πλοίων αρχ. 1. η παλαιά πίσσα και το κερί που ξύνονται από παλιά πλοία 2. το ρετσίνι τού πεύκου … Dictionary of Greek
καταπίττωμα — καταπίττωμα, τὸ (Μ) [καταπιττώ] στρώμα πίσσας … Dictionary of Greek
κατράμι — Παχύρρευστη, βαθύχρωμη, ελαιώδης ουσία με φαινολική οσμή. Είναι μείγμα διαφόρων προϊόντων, όπως οι υδρογονάνθρακες, οι φαινόλες, οι θειούχες και αζωτούχες ενώσεις, καθώς και ποικίλων ποσοτήτων νερού και λεπτότατης σκόνης άνθρακα, η οποία… … Dictionary of Greek
κρεσόλη — Ονομασία που αποδίδεται σε τρεις ισομερείς μεθυλο φαινόλες, οι οποίες λαμβάνονται κατά την απόσταξη της λιθανθρακόπισσας ή του ξύλου διαφόρων φυτών. Οι τρεις κ. είναι δύσκολο να διαχωριστούν μεταξύ τους, επειδή τα σημεία ζέσεώς τους είναι πολύ… … Dictionary of Greek
κρεόζωτο — Μείγμα αρωματικών οργανικών ενώσεων ή φαινολών, το οποίο λαμβάνεται από την απόσταξη των ξύλων της οξιάς ή άλλων φυτών και της λιθανθρακόπισσας. Το προερχόμενο από την απόσταξη των ξύλων κ. είναι ένα ελαιώδες, άχρωμο έως κίτρινο υγρό κατά την… … Dictionary of Greek
ξηρόπισσα — η στερεό υπόλειμμα που απομένει στον αποστακτήρα ύστερα από την απόσταξη τής πίσσας τών λιθανθράκων … Dictionary of Greek
ορ(ρ)όπισσα — ὀρ(ρ)όπισσα, ἡ (Μ) το υγρό μέρος τής πίσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρρός (βλ. λ. ορός) + πίσσα] … Dictionary of Greek